περιμετρικός

περιμετρικός
-ή, -ό, Ν [περίμετρος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίμετρο.
επίρρ...
περιμετρικά και περιμετρικώς
στην περίμετρο ή από την περίμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιμετρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην περίμετρο: Περιμετρικά σημεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • A22 motorway (Cyprus) — Infobox European road marker name = A22(?) Motorway Nicosia Ring Road name notes = Περιμετρικος Αυτοκινητόδρομος Λευκωσιάς eroad = length = length km = length mi = plalength = 32km beltway city = Nicosia (Southern Suburbs) starting terminus =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”